-
1 ἀπο-κλίνω
ἀπο-κλίνω, 1) ablenken, Od. 19, 556; zurücklenken, H. h. Ven. 169; umstoßen, im pass., κεράμιον ἐλαίου Dem. 59, 24, vgl. Plut. Galb. 27. – 2) häufiger intr., vom Wege abgehen, δόξαντ' ἀποκλῖναι Soph. O. R. 1192 ( Schol. ἐκπεσεῖν); Xen. An. 2, 2, 17, ausbiegen; νεὼς νῠν μὲν ὀρϑῆς πλεούσης, νῠν δὲ ἀποκλινούσης Dio Chrys. II, 366; – sich hinneigen, bes. a) von Gegenden, die nach den Himmelsgegenden bestimmt werden, πρὸς τὴν ἠῶ Her. 4, 22; vgl. 3, 114; πρὸς τοὺς ἄρκτους Pol. 3, 47. – b) von der Tageszeit, ἡμέρας ἀποκλινομένης, der Tag neigt sich, Her. 4, 181; vgl. 3, 104. – c) von der Neigung, πρὸς τὸ κόσμιον Plat. Legg. VII, 802 e; εἴς τινα τέχνην VIII, 847 a; ἐπὶ τὰς τύχας Isocr. 4, 163; ἐπὶ τὸ ῥᾳϑυμεῖν Dem. 1, 13; πρὸς τὴν ἡδονήν Arist. Eth. Nic. 10, 1, 3; öfter im tadelnden Sinne, πρὸς ϑηριώδη φύσιν Plat. Polit. 309 d; – ἀποκλῖναι καλῶς, zum Guten ausschlagen, Schol. Ar. Nubb. 583.
-
2 στρέφω
στρέφω, Il.23.323, etc.; [dialect] Dor. [full] στράφω [pron. full] [ᾰ] IG12(3).92.6 (Nisyrus, dub.); [dialect] Aeol. [full] στροφῶ (leg. στρόφω) EM728.44: [dialect] Ep. [tense] impf.Aστρέψασκον Il.18.546
: [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 , etc., [dialect] Ep.στρέψα Od.4.520
: [tense] pf. ἔστροφα ([etym.] ἀν-) Cerc.17.30, ( ἀντ-, v.l. ἀν-) Theognet.1.8, ([etym.] ἐπ-) Plb.5.110.6, ([etym.] μετ-) Aristid.1.435 J.; also ἔστρᾰφα ([etym.] κατ-) Plb.23.11.2 codd.:—[voice] Med., Il.18.488, etc.: [tense] fut.στρέψομαι 6.516
, etc.: [tense] aor.ἐστρεψάμην S.OC 1416
, ([etym.] κατ-) Th.1.94, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense) ἔστραμμαι ([etym.] κατ-) Isoc.5.21:—[voice] Pass., [tense] fut.στρᾰφήσομαι LXX 1 Ki.10.6
, ([etym.] ἀνα-) Isoc.5.64, ([etym.] δια-) Ar.Eq. 175, Av. 177, ([etym.] μετα-) Pl.R. 518d; [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense) στρέψομαι ([etym.] ἀπο-) X.Cyr.5.5.36: [tense] aor.1 ἐστρέφθην freq. in Hom., Il.5.40, al., rare in [dialect] Att., Ar.Th. 1128, Pl.Plt. 273e; [dialect] Dor.ἐστράφθην Sophr. 88
, Theoc.7.132, also v.l. (for κατεστράφησαν ) in Hdt.1.130 (butστραφῆναι Id.3.129
): [tense] aor. 2 ἐστράφην [ᾰ] Sol.37.6, always in Trag., S.Ant. 315, etc., freq. in [dialect] Att., Ar.Ach. 537 ([etym.] μετα-), Th.5.97 ([etym.] κατα-), Pl.Ti. 77b: [tense] pf. , Hp.Aër.5, X.An.4.7.15, etc.; (Pap.), cf. ἀποστρέφω, καταστρέφω:— turn about or aside,ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν Od.4.520
; ἵππους ς. turn horses, Il.8.168, Od.15.205, etc.;σ. πηδάλιον Pi.Fr.40
;τὸν οἴακα Anaxandr.4.5
, cf. Men.482.4; ; of persons, ; , cf. Hec. 344;πάλιν στρέψεις κάρα Id.Med. 1152
;ὄμμα πανταχῇ στρέφων Id.IT68
;σ. ἀνταυγεῖς κόρας Ar.Th. 902
;σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Id.Nu. 1455
;πόλιν πρὸς κέρδος ἴδιον E. Supp. 413
;στρατὸν πρὸς ἀλκήν Id.Andr. 1149
; wheel soldiers round, X.Lac.11.9; v. infr. D.2 cause to rotate as on an axis, κεραμικὴν γαῖαν ς., i.e. on the potter's wheel, Sannyr.4;τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12
;τὸν κόσμον μήτε αὐτὸν στρέφειν ἑαυτόν, μήτε.. ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς περιαγωγάς Pl.Plt. 269e
, cf. Epin. 977b.II πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω ς. turn upside down, A.Eu. 651; κάτω ς. S.Ant. 717, Ar.Ec. 733;σ. λόγους ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg. 511a
, cf. Euthd. 276d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους ς. D.21.91; so (lyr.); στρέφειν alone, overturn, upset, Id.IT 1166, Fr. 536 (troch.); γῆν ς. turn it over by digging or ploughing, X.Oec.16.15: c. acc. cogn.,πάσας σ. στροφάς Pl.Ti. 43e
; γράμματα πανταχῇ ς. Id.Cra. 414c: c. inf., change a thing so as to.., (lyr.).III σ. σφυρόν sprain or dislocate it, Epict.Ench.29.2, Arr.Epict.3.15.4 (soστραφῆναι τὸν πόδα Hdt.3.129
, cf. Pl.Lg. 789e).2 metaph. of pain, twist, torture,κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα Antiph.177
, cf. Ar.Pl. 1131, Fr. 462, Ael. NA2.44 ([voice] Pass.), Gal.19.141; : so σ. τὴν ψυχήν torment, Pl.R. 330e.3 of corruptions in Music,κάμπτων καὶ στρέφων Pherecr.145.15
.IV twist, plait,σπάρτα ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;ἐμβολάδην ἐστραμμέναι ἀλλήλῃσι h.Merc. 411
; spin,ὑπὸ μακρῷ λίνῳ στρεφομένη Luc.JConf.7
, cf. 1;ἔστρεψεν Μοιρῶν μία νήματα IG14.607i
([place name] Caralis); κρόκην ς. Luc.Fug. 12: metaph.,μεγάλας σ. περιόδους Plu.2.235e
.VI metaph., turn a thing over in one's mind, τί στρέφω τάδε; E.Hec. 750;πρὸς ἀλλήλους Luc.Alex.8
;βουλὴν ἐν ἑαυτῷ Ael. NA10.48
; .VIII convert,τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων LXX Ps.113(114).8
, cf. 29(30).12, Ex.4.17; στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον ib.1 Ki.10.6; transmute metals, Zos.Alch.p.195 B.IX f.l. for τρέπω in Lys.32.20.B [voice] Pass. and [voice] Med., twist or turn oneself, στρεφθείς having turned face upward, Od.9.435; turn round or about, turn to and fro, Il.5.40, 575, etc.; ; ἐστρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, of one tossing in bed, 24.5; τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην; Ar.Nu.36, cf. Amphis 20.4; of patients, Gal.7.664.2 turn to or from an object,ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il. 6.516
, cf. Od.16.352; στρεφθεὶς μετόπισθεν turning back, Il.15.645; return, S.OC 1648, Ant. 315, etc.;στραφέντες ἔφευγον X.Cyr.3.3.63
, An.3.5.1; ποῖ στρέφει; whither away? Ar.Th. 230, 610.3 of the heavenly bodies, revolve, circle, Od.5.274, Pl.Ti. 40b; of the distaff, Id.R. 617a; of a joint,ἐν ἄρθροις σ. κοτυληδών Ar.V. 1495
.II turn or twist about, like a wrestler trying to elude his adversary: hence, in argument, twist and turn, shuffle, τί ταῦτα στρέφει; Id.Ach. 385; τί δῆτα ἔχων στρέφει; Pl.Phdr. 236e, etc.; πάσας στροφὰς στρέφεσθαι twist every way, Id.R. 405c, cf. Euthd. 302b.2 turn and change,κἂν σοῦ στραφείη θυμός S.Tr. 1134
; στρεφόμενα λέγων things that tell both ways, D.H.Rh.8.15: c. gen. causae, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην I would not turn for any noise of thine, S.Aj. 1117.III to be always engaged in or about, ;περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἡ σοφιστική Arist.Metaph. 1004b22
, cf. Phld.Rh.2p.124S.2 generally, to be at large, go about,ἀνειμένη στρέφει S.El. 516
;ἐν κυσὶν.. ἐστράφην λύκος Sol.37.6
;στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια Phld.Rh.2.139
S.; of things, to be rife,ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά Sol.4.23
.3 of places, τόποι ἐπὶ.. τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι turned, lying towards.., Plb.2.15.8, etc.C in strict med. sense, turn about with oneself, take back,στράτευμ' ἐς Ἄργος S.OC 1416
.D intr. in [voice] Act., like [voice] Pass., turn about, Il.18.544, 546, where, however, ζεύγεα may be supplied from 543, as may ὄϊς in Od.10.528, and ἵππους in X.Eq.7.18; of soldiers, wheel about, Id.An.4.3.26 and 32;στρέψαντες ἀπεχώρουν Id.Ages.2.3
; ποῖ στροφαὶ.. μανιῶν στρέφουσι; S.Ichn.224; τὸν στρέφοντα κύκλον ἡλίου revolving, Id.Fr. 738, cf. E. Ion 1154; στρέψαι δεῦρ', of the Comic Chorus, Pl.Com.92; στρέψον τι, δούλη withdraw a little, Herod.1.8;ἔστρεψεν ὁ θεός Act.Ap.7.42
.
См. также в других словарях:
κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… … Dictionary of Greek
URSUS — I. URSUS Consul an. Urb. cond. 1000. II. URSUS Pileatus, Sex. Ruf. locus Romae, apud Portam Esquelinam. Ubis aedes S. Bibianoe virgin. Hinc S. Bibtana dicitur. III. URSUS quasi orsus Isidoro, ut vidums; Barthio potius a viurgente et pettinaci… … Hofmann J. Lexicon universale
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Βραυρώνας — Βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο του ιερού της Βραυρωνίας Αρτέμιδος. Χτίστηκε το 1962, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Φωτιάδη, και άνοιξε τις αίθουσές του στο κοινό το 1969. Εκτός από τα ευρήματα του ιερού, στεγάζει και ευρήματα των… … Dictionary of Greek